ανακαίνιση

ανακαίνιση
[-ις (-εως)] η , ανακαίνισμός ο
1) обновление; модернизация; 2) восстановление, реставрация; 3) реформирование

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ανακαίνιση" в других словарях:

  • ανακαίνιση — ανακαίνιση, η και ανακαινισμός, ο ανανέωση, μεταρρύθμιση: Η παιδεία έχει ανάγκη από ανακαίνιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακαίνιση — η (Α ἀνακαίνισις) [ἀνακαινίζω] επιδιόρθωση, επισκευή νεοελλ. μεταρρύθμιση, βελτίωση αρχ. μσν. αναζωογόνηση πνευματική, ανανέωση …   Dictionary of Greek

  • ἀνακαινίσῃ — ἀνακαινίσηι , ἀνακαίνισις a making new fem dat sg (epic) ἀνακαινίζω renew aor subj mid 2nd sg ἀνακαινίζω renew aor subj act 3rd sg ἀνακαινίζω renew fut ind mid 2nd sg ἀνακαινίζω renew aor subj mid 2nd sg ἀνακαινίζω renew aor subj act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακαινίσηι — ἀνακαίνισις a making new fem dat sg (epic) ἀνακαινίσῃ , ἀνακαινίζω renew aor subj mid 2nd sg ἀνακαινίσῃ , ἀνακαινίζω renew aor subj act 3rd sg ἀνακαινίσῃ , ἀνακαινίζω renew fut ind mid 2nd sg ἀνακαινίσῃ , ἀνακαινίζω renew aor subj mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • διακαίνιση — η ολοκληρωτική ανακαίνιση, πλήρης ανακαίνιση …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… …   Dictionary of Greek

  • Ξενόπουλος, Στέφανος — (Ζάκυνθος 1873 – Αθήνα 1952). Έλληνας καλλιτέχνης, καθηγητής της ιστορίας της τέχνης και της ρυθμολογίας στη Σιβιτανίδειο σχολή. Αδελφός του Γρηγόρη, ο Ξ. έκανε την εμφάνιση του στην πνευματική ζωή της Αθήνας ως γελοιογράφος σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • ανάκτιση — η (Α ἀνάκτισις) [ἀνακτίζω] 1. χτίσιμο εκ νέου, ανοικοδόμηση, ανακαίνιση 2. αναγέννηση, αναδημιουργία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»